- τοιούτοις
- τοιοῦτοςsuch as thismasc dat plτοιοῦτοςsuch as thisneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποπίπτω — ὑποπίπτω, ΝΜΑ [πίπτω] νεοελλ. 1. υποκύπτω σε αδυναμία, διαπράττω ακουσίως σφάλμα 2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποπίπτοντες εκκλ. τάξη μετανοούντων τής πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είχαν την υποχρέωση να προσεύχονται… … Dictionary of Greek
въпадатисѧ — ВЪПАДА|ТИСѦ (1*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Въпадатисѩ въ (что л.) – оказаться в каком л. состоянии, подвергнуться чему л.: ни впадатисѩ в такова˫а. [смущение, страх] (καταπίπτειν ἐν τοῖς τοιούτοις) ФСт XIV, 181а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
MISSICIUS — in veteri Inscr. TRIB. LEG. XI. AUG. ET. MISSICIUS. LEG. VI. AUG. veteranus miles est et honestâ missione missus; idem proin cum Milit ari, de qua vocesupra. Glossae Basilic. Μισσίκιος, παλαιὸς ςτρατιώτης ἀπολυθεὶς. Sic. Missicius Praetorianus,… … Hofmann J. Lexicon universale
PATRIS Patriae titulus — Imperii auspiciis, inter alia insignia Augustis conferri solitus. Ita enim de Probo Flav. Vopiscus vel potius apud eum Manlius Statianus qui primae sententiae tunc in Senatu erat, c. 12. Decerno igitur P. c. vobis omnium concinentibus, nomen… … Hofmann J. Lexicon universale
επιπονώ — ἐπιπονῶ, έω (Α) [επίπονος] 1. μοχθώ, καταβάλλω κόπους, κοπιάζω διαρκώς («ἐν γὰρ τοῑς τοιούτοις οἱ ἀγαθοὶ ἐπιπονεῑν ἐθέλουσιν», Ξεν.) 2. (με δοτ.) εργάζομαι πάνω σε κάτι … Dictionary of Greek
επιτελώ — (AM ἐπιτελῶ, έω) [τελώ] πραγματοποιώ, εκτελώ, επιτυγχάνω, αποπερατώνω («ὅπως ἂν ἡ εἰρήνη ἐπιτελεσθῇ», Δημοσθ.) αρχ. 1. εκτελώ («οἱ μὲν νυν ἄλλοι παῑδες τὰ ἐπιτασσόμενα ἐπετέλεον», Ηρόδ.) 2. συμπληρώνω, αποτελειώνω την κατασκευή («ὡς δὲ ἐπετελέσθη … Dictionary of Greek
πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… … Dictionary of Greek
προανασείω — Α [ἀνασείω] 1. ανασείω κάτι ενώπιον κάποιου απειλητικά («προανασείοντες τὰ ὅπλα καὶ καταπληττόμενοι τοὺς ἐναντίους», Διόδ.) 2. μτφ. αναταράσσω προηγουμένως («τοιούτοις λόγοις προανασείσας τὸν δῆμον... δύο νόμους εἰσέφερε», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
προσέοικα — και αττ. τ. προσεῑκα και παθ. τ. παρακμ. προσήιξαι Α (παρακμ. με σημ. ενεστ.) 1. φαίνομαι όμοιος, μοιάζω με κάποιον ή με κάτι (α. «λέοντι φαίνεται προσεικέναι», Ευρ. β. «κατὰ τὸ χρῶμα μόνον προσέοικεν ἱέρακι», Αριστοτ.) 2. φαίνομαι κατάλληλος,… … Dictionary of Greek
προσανασείω — Α 1. κινώ προς τα πάνω, ταράζω, τραντάζω επί πλέον 2. μτφ. διεγείρω, ερεθίζω κάποιον επιπροσθέτως («ταχὺ προσανασεισθέντες οἱ πολλοὶ τοῑς τοιούτοις λόγοις», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνασείω «κινώ, ταράζω, διεγείρω»] … Dictionary of Greek